- ευπόριστος
- -η, -ο (ΑΜ εὐπόριστος, -ον)αυτός τον οποίο εύκολα πορίζεται, που εύκολα αποκτά κάποιοςαρχ.1. εφικτός, κατορθωτός2. αυτός που προμηθεύει εύκολα, αυτός που παρέχει τα μέσα τής ζωής3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ εὐπόρισταα) συνήθης και πρόχειρη τροφήβ) τα κοινά και πρόχειρα οικογενειακά φάρμακαγ) τίτλος συγγράμματος τού Διοσκουρίδη.[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + πορίζομαι (πρβλ. δυσ-πόριστος)].
Dictionary of Greek. 2013.